- ομοβροντία
- ηταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση πολλών όπλων μαζί, αλλ. μπαταριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομοβροντία — η ταυτόχρονη βολή πολλών πυροβόλων όπλων από την ίδια μονάδα εναντίον τού ίδιου στόχου, κν. μπαταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βροντώ. Η λ., στον πληθ. ὁμοβροντίαι, μαρτυρείται από το 1897 στον Ν. Σπανδωνή] … Dictionary of Greek
Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 … Wikipedia
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
μπαλοτιά — και μπαλωτιά, η (Μ μπαλοτιά) 1. πυροβολισμός 2. πλήγμα από σφαίρα πυροβόλου όπλου νεοελλ. ταυτόχρονη ριπή από πολλά όπλα μαζί, ομοβροντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλότα (< ιταλ. ballotta) + κατάλ. ιά (πρβλ. μπάλα: μπαλιά). Ο τ. μπαλωτιά κατ επίδρασιν… … Dictionary of Greek
μπαταριά — Βλ. λ. συσσωρευτής. * * * η 1. πυροβολισμός 2. σειρά πολλών και τουτόχρονων πυροβολισμών, ομοβροντία 3. (κατ επέκτ.) συνεχής σειρά ομοειδών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batarya < ιταλ. batteria «κανονιοστοιχία»] … Dictionary of Greek
μπορντάδα — και μπορτάδα, η ναυτ. 1. καθεμιά από τις διαδρομές ιστιοφόρου που πλαγιοδρομεί, αλλ. βόλτα 2. (κατ επέκτ.) το μήκος τής διαδρομής 3. ομοβροντία τών πυροβόλων τής μιας πλευράς τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bordata] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
μπαταριά — η (λ. τουρκ.), ομοβροντία πυροβόλων όπλων: Ακούστηκαν μπαταριές στη συμπλοκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)